- τετράρρυθμος
- τετρά-ρρυθμος, ον,A consisting of four metres, Sch.Ar.Ach.665.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετράρρυθμος — ον, Α αυτός που αποτελείται από τέσσερεις ρυθμούς ή μετρικούς πόδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ῥυθμός (πρβλ. δί ρρυθμος)] … Dictionary of Greek
τετράρρυθμον — τετράρρυθμος consisting of four metres masc/fem acc sg τετράρρυθμος consisting of four metres neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράρρυθμα — τετράρρυθμος consisting of four metres neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek